- σουδάρι
- ter mendili
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
σουδάρι(ο) — το / σουδάριον, ΝΜΑ, και σωδάριον Α 1. μαντίλι για το σκούπισμα τού ιδρώτα 2. (κατά την εποχή τού Χριστού) πλατιά ταινία από λευκό ύφασμα με την οποία τύλιγαν το κεφάλι τού νεκρού νεοελλ. φρ. «λευκός σαν σουδάρι» πάρα πολύ ωχρός, κάτωχρος.… … Dictionary of Greek